οινίστρια

οινίστρια
οἰνίστρια, ἡ (Α)
η οἰνιστηρία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα -τρία (πρβλ. πολεμίσ-τρια, τυμπανίσ-τρια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”